οἰνομάχλη

οἰνομάχλη
οἰνο-μάχλη, ,
A lustful with wine, Theopomp.Com.78.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οινομάχλη — οἰνομάχλη, ἡ (Α) γυναίκα επιρρεπής στην οινοποσία και στην ακολασία, μεθύστρα, μπεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + μάχλος, κατά τα θηλ. σε η] …   Dictionary of Greek

  • οἰνομάχλη — lustful with wine fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οινοκάχλη — οἰνοκάχλη, ἡ (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. οινομάχλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”